ολβιόμοιρος

ολβιόμοιρος
ὀλβιόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀλβιόμοιρον — ὀλβιόμοιρος masc/fem acc sg ὀλβιόμοιρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιόμοιρε — ὀλβιόμοιρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιομοίρωι — ὀλβιομοίρῳ , ὀλβιόμοιρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”